μετωνυμία — μετωνυμίᾱ , μετωνυμία change of name fem nom/voc/acc dual μετωνυμίᾱ , μετωνυμία change of name fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμίᾳ — μετωνυμίᾱͅ , μετωνυμία change of name fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμία — Η χρησιμοποίηση ενός ονόματος στη θέση ενός άλλου. Πρόκειται για λεκτικό τρόπο, στα πλαίσια του οποίου χρησιμοποιείται μια λέξη για να αποδοθεί πιο παραστατικά η δηλούμενη έννοια (για παράδειγμα, ο ήλιος είναι η πηγή της ζωής). Ως μ. θεωρείται… … Dictionary of Greek
μετωνυμίας — μετωνυμίᾱς , μετωνυμία change of name fem acc pl μετωνυμίᾱς , μετωνυμία change of name fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμίαι — μετωνυμίᾱͅ , μετωνυμία change of name fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμίαν — μετωνυμίᾱν , μετωνυμία change of name fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμίαις — μετωνυμία change of name fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμίην — μετωνυμία change of name fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμικός — ή, ό (ΑΜ μετωνυμικός, ή, όν) [μετώνυμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετωνυμία. επίρρ... μετωνυμικώς και ά (Α μετωνυμικῶς) με μετωνυμικό τρόπο, με μετωνυμία … Dictionary of Greek
Metonymy — or Metronomy ( /mɨˈt … Wikipedia